Το σπάνιο Pisοlithus albus (Cooke & Massee) Priest (Jaouani et al. 2015, Jourand et al. 2010, researchgate.net, academic.oup.com) καρποφορεί επιγείως το φθινόπωρο, μοναχικά ή κοπαδιαστά, κάτω από ως επί το πλείστον κάτω από ευκαλύπτους και ακακίες και παράγει μέτρια έως μεγάλα, ακανόνιστα ροπαλόμορφα, υποσφαιρικά ή αχλαδόμορφα, αρχικά λευκά ή κρεμ και τελικά καφετιά βασιδιώματα (3-12 (Ø) x 5- 14 εκ.) με κοντή, συνεκτική, βαθυκίτρινη, συνήθως βαθιά ριζώδη βάση (- 3εκ.), κίτρινο μυκήλιο, λεπτό, μεμβρανώδες, λείο, μονόστρωμο, ξερό, πηρίδιο, πολυθαλαμικό θρόμβο με φακόμορφους, ελλειπτικούς-αβγόμορφους, εμβυθισμένους σε ζελατινώδες ή πισσώδες, καφεμαυριδερό υλικό (που ξεραίνεται στην ωριμότητα) ψευδοπηριδίσκους (1-4 χιλ.) σε πρώιμο στάδιο, με ξερό, ωχροκίτρινο, μεμβρανώδες περίβλημα, κιτρινοκαφετιά, σφαιρικά βασιδιοσπόρια (Κ-9734: (6,45) 6,9 -9,5 (10,65) x (6,4) 6,8-9,3 (10,05) μm), με πυκνά, όρθια ή ελαφρώς κυρτά, μεμονωμένα αγκάθια (Κ-9734: 0,85-1,65 μm) και λεπτότοιχες, κυλινδρικές, ελαφρώς διακλαδιζόμενες, διαφραγματικές υφές διαπλέγματος κόμης (Κ-9734: x 3,2-5,55 μm).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Γαστρομύκητες Επίγειοι (αδημοσίευτο αρχείο