Το μάλλον συνηθισμένο στην Ευρώπη αλλλά μάλλον σπάνιο στην Ελλάδα, Cortinarius varius (Schaeff.) Fr. (=Cortinarius decolorans (Pers.) Fr.) (Phlegmacium) (ΒΚ5/227, M7/687, D750, Ι-204) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή συνήθως κοπαδιαστά σε ορεινά δάση κωνοφόρων (ελάτης (Κ) ή ερυθρελάτης) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με σαρκώδες, ημισφαιρικό, κυρτό, σχεδόν επίπεδο, λείο, γλοιώδες (υγρό) ή μεταξένιο (ξερό), κιτρινοκαφετί ή ωχροκίτρινο καπέλο (4-10 εκ. διάμ) με κοκκινοκαφετί κέντρο και πιο ανοιχτόχρωμη, ωχρωπή-δερματόχρωμη, κανονική, οξύληκτη, εσωστρεφή περίμετρο, αρκετά παχιά, ολοστυπικά, αρχικά ιώδη και αργότερα ωχροκανελιά ελάσματα με λείες, λευκωπές ακμές, ινώδες, ροπαλόμορφο-βολβώδες ή -σπανίως- κυλινδρικό, ξερό, λευκωπό έως κρεμ πόδι (5-10 x 1-2 (3) εκ.), μερικές φορές με ωχρή ζώνη δαχτυλιδιού, λευκή σάρκα, ασθενή οσμή, ήπια γεύση, 4-σπορα βασίδια και κιτρινοκαφετιά, αμυγδαλόμορφα, μετρίως φυματώδη βασιδιοσπόρια (β: (8) 9,6-11,5 (12) x 5,5-6,5 μm, Κ-9788: 9-11,2 (12,5) x 5,8-6,5 (6,9) μm) και ανοιχτόχρωμο κοκκινοκαφετί σποριοαποτύπωμα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)