Το Amanita porphyria Alb. & Schwein. (Α819, ΒΚ4/156, C1/14, JM1473, D473, Co857, P21, S150, Bo298, H167, Π7, Fu2/18, Mo228, Uz292) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, συνήθως μοναχικά ή κατά ομάδες από ολιγάριθμα καρποσώματα, σε δάση κωνοφόρων ή σε μικτά δάση, κυρίως κάτω από ερυθρελάτη, πεύκο ή λάρικα, σε όξινα εδάφη και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά αμβλύ κωνικό, κωνικό ή επίπεδο και κυματιστό αργότερα, λείο, μεταξένιο, γκριζοκαφετί ή καφεκοκκινωπό-γκριζοβιολετί καπέλο (διάμ. 4-6 (10) εκ.) με ακανόνιστα διατεταγμένες γκριζοβιολετιές νιφάδες και οξύληκτη, λεία περίμετρο χωρίς γραμμώσεις, λευκά, πλατιά, ελεύθερα ελάσματα με λευκές, ινώδεις ακμές, λευκή, γκριζοβιολετιά κάτω από την επιδερμίδα, λεπτή σάρκα με αδύναμη, μάλλον δυσάρεστη μυρωδιά και ήπια γεύση που θυμίζει ελαφρώς φουντούκι, κυλινδρικό, εύθραυστο, συμπαγές αρχικά, κούφιο αργότερα, λευκωπό πόδι (6-10 (15) x 0,8-1,5 εκ.) με γκριζοβιολετιές ή καφεβιολετιές ίνες κατά μήκος και βολβώδη, χειλοφόρα βάση, κρεμαστό, μεμβρανώδες, λεπτό και εύθραυστο, λευκωπό δαχτυλίδι με γκριζοβιολετιές ανταύγειες και γραμμωτή την επάνω επιφάνεια μεμβρανώδη, λεπτή, εύθραυστη, κοντή, λευκή ή λευκωπή θήκη και σφαιρικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια (β: 7,5-9,5 (11,5) x 7,5-9 (11) μm, Κ-9603: 7,75-10,1 x 7,55-9,2 μm).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο