Το μάλλον ασυνήθιστο Phaeolus schweinitzii (Fr.) Pat. (C4/1598, Ν3/331) καρποφορεί από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, μοναχικά ή συνήθως κατά ομάδες από συμφυή καρποσώματα, σε νεκρά πρέμνα και ρίζες κωνοφόρων (ελάτης, μαυρόπευκου, κουκουναριάς, ερυθρελάτης, λάρικα, κέδρου Άτλαντα) και πλατυφύλλων (αγριοκερασιάς, σημύδας, δρυός, οξιάς, σορβιάς), σπανίως και ως παράσιτο σε ζωντανά δέντρα και παράγει μεγάλα βασιδιώματα με γεισόμορφο ή σπειροειδές καπέλο (8-30 x 1-4 εκ.), ανώμαλη, πιεσμένη στο κέντρο, κυματιστή, φυματώδη, χνουδωτή επάνω -άγονη- επιφάνεια με ομόκεντρες κιτρινωπές, ωχρές, πορτοκαλιές και καστανοκοκκινωπές ζώνες και λεπτή, γυριστή προς τους πόρους, κυματιστή ή λοβωτή, με θειαφένια ή κιτρινοπρασινωπή -σε στάδιο ανάπτυξης- περίμετρο, πρασινοκιτρινωπή, υμενοφόρα επιφάνεια που καφετίζει στο άγγιγμα, κατερχόμενους σωλήνες (4-10 χιλ.), φαρδιούς (0,5-2 χιλ. διάμ.), λαβυρινθώδεις, ακανόνιστους, πολυγωνικούς και συχνά σύνθετους πόρους, ακανόνιστα κυλινδρικό, κεντρικό ή έκκεντρο, μερικές φορές διογκωμένο στη βάση, συμπαγές πόδι (2-8 x 2-5 εκ.), που καλύπτεται συνήθως έως τη βάση από το στρώμα των σωλήνων, αρκετά παχύ (1-2,5 εκ.), καφεκίτρινο ή καφεκοκκινωπό, σπογγώδες, μαλακό και χυμώδες (όσο είναι φρέσκο) ή φελλώδες, πολύ ελαφρύ και εύθραυστο (όταν ωριμάζει και ξεραίνεται) διάπλεγμα, συχνά με εγκλωβισμένα φυτά, βελόνες ή κλαδάκια, υπόξινη γεύση, ελλειπτικά έως αβγόμορφα, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((5) 5,5-8 (9) x (3,5) 4-4,5 (5) μm), μερικές φορές με σταγόνες, μονομιτικό σύστημα υφών και άκρικες, διαφραγματικές γενετικές υφές (x 3-8 μm στο υμένιο, x 3-15 μm στο διάπλεγμα). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Πολύποροι-Polyporaceae (αδημοσίευτο αρχείο) — μαζί με Fotis Samaritakis