Το Ramaria formosa (Pers.) Quél. (BK2/467, Ν3/275, C1/332, M1/77, JM175, Kr2/77, Cο122, P260, Bο309, J110, Κ3-760, Κ4-74, Κ5-368, mycokey.com) καρποφορεί από Μάιο έως Δεκέμβριο σε δάση πλατυφύλλων (κυρίως δρυός) και παράγει μεγάλα κοραλλόμορφα, ροδοκίτρινα, κιτρινοπορτοκαλιά ή ροδοπορτοκαλιά βασιδιώματα (ύψους 7-15 (25) εκ. και πλάτους 6-15 (20) εκ.) που αν πληγωθούν, δεν μεταχρωματίζονται, με ρωμαλέο κορμό (3-5 x 2-5 εκ.), λευκή οξύληκτη βάση και ροδοπορτοκαλιά κορυφή, από την οποία διακλαδίζονται αρκετοί κλώνοι (ροδοκίτρινοι αρχικά, ροδοπορτοκαλιοί αργότερα) που και αυτοί διακλαδίζονται ξανά στην κορυφή σε 2-3 κίτρινα άκρα, μερικά από τα οποία καταλήγουν σε ελαφρώς αγκαθωτές απολήξεις, μαλακή, λευκή, εύθραυστη -στα ξερά μανιτάρια- σάρκα που γαλαζοπρασινίζει με FeSΟ4 και ροδίζει ελαφρώς ή καθόλου αν κοπεί, υπόξινη γεύση, ελλειπτικά-κυλινδρικά, με λεπτότατα φύματα, υαλώδη, κυανόφιλα βασιδιοσπόρια (9-14,5 (15) x 4-6 (6,5) μm) και υφές χωρίς κρίκους στα διαφράγματα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Cantharelloid-Hydnoid- Clavarioid – Κανθαροειδή-Υδνοειδή-Κλαβαριοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)