Το μάλλον ασυνήθιστο, ελαφρώς τοξικό Balsamia vulgaris Vittad. (ΜS97, Herb KL 18/95, K5-443, manitari.gr., falco,elye.hu, asturnatura.com, ambmuggia.it) καρποφορεί υπογείως ή ημιυπογείως, κυρίως από τον Οκτώβριο έως το Φεβρουάριο, κάτω από πλατύφυλλα και θάμνους της μεσογειακής βλάστησης, και παράγει βολβώδη, μερικές φορές λοβωτά, καφετιά, ωχροπορτοκαλιά ή καφετιά-σκωριόχρωμα ασκώματα (1-3 εκ. διάμ.) με στρογγυλεμένα φύματα στην επιφάνειά του (μερικές φορές αναπτύσσονται και στις εσωτερικές κοιλότητες), ψευδοπαρεγκχυματικό πηρίδιο από πολυγωνικά-στρογγυλωπά στοιχεία, λευκωπό ή κιτρινωπό θρόμβο με πολυάριθμους μικρούς κολπωτούς ή λαβυρινθώδεις θαλάμους και τοιχώματα με πιο βαθύχρωμο ενδιάμεσο στρώμα, αρχικά αδύναμη και ευχάριστη μυρωδιά που γίνεται αργότερα δυνατή και δυσάρεστη, κυλινδρικές με πολλά διαφράγματα παραφύσεις (έως 5 μm διάμ.) και κυλινδρικά με στρογγυλεμένα άκρα ή κυλινδρικά-ελλειπτικά, λεπτότοιχα, υαλώδη, λεία συνήθως με μια μεγάλη και δύο μικρότερες σταγόνες ασκοσπόρια ((23) 25-30 (35,3) x (10,5) 11-13 (15,4) μm, Q>2 (2-2,2)) και 8-σπορους, πλατιά ροπαλόμορφους έως ελλειπτικούς ή ελλειπτικούς-ατρακτόμορφους ασκούς (70-100 (125) x 30-37 (50) μm) με ουρά. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Υπόγειοι Ασκομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)