Ασκώματα υπόγεια ή ημιυπόγεια κατά την ωριμότητα, μοναχικά ή κοπαδιαστά, 0,5–2 cm σε μέγεθος, υποσφαιρικά, συχνά με μια μικκυλιακή τούφα στην βάση, με στρογγυλεμένη μερικές φορές στείρα βάση, ανοιχτού μπεζ χρώματος σε πρώτη φάση, στη συνέχεια γίνεται σκούρο καφεκοκκινωπό, με μαύρα στίγματα, με κάποια σκασίματα κατά την ωριμότητα. Πηρίδιο χωρίς σαφή όρια, πάχους 150–400 μm, ψευδοπαρεκχυματικής δομής, που αποτελείται από υαλώδη, υποσφαιρικά κύτταρα, διαμέτρου 10–60 μm και με λεπτά τοιχώματα στα εσωτερικά στρώματα, κιτρινωπά και με παχύτερα τοιχώματα, μέχρι 2,5 μm πάχους, στα εξωτερικά στρώματα. Θρόμβος συμπαγής, σαρκώδης, χυμώδης, υπόλευκος με γκριζωπά τμήματα στην αρχή, που παίρνουν χρώμα ώχρας στην έκθεση στο φως και κατά την ωριμότητα σκουραίνουν έως ανοιχτό καφέ, χωρίζονται από υπόλευκες, στείρες φλέβες, μερικές φορές με ροζ κηλίδες στο χρώμα του σολομού. Οσμή ελαφριά, σπερματική, πιο έντονη στα μικρά δείγματα, γεύση ήπια. Ασκοί όχι αμυλοειδής, υποσφαιρικοί έως ωοειδής, άμισχοι ή με έναν πολύ κοντό στύπο, 55–65 × 45–50 μm, με τοίχους πάχους 1 μm, με 6–8 ακανόνιστα τοποθετημένα σπόρια, τυχαία τοποθετημένα στο θρόμβο. Ασκοσπόρια στρογγυλά, υαλώδη, διαμέτρου (16–)17 – 20(–21) μm, συμπεριλαμβανομένης και της διακόσμισης, 13–16 μm χωρίς την διακόσμιση, με μια σταγόνα σε πρώτη φάση, κατά την ωριμότητα ωχροκίτρινα και διακοσμημένα με κωνικά ή κάποιες φορές σπασμένα αγκάθια, 1,5–2,5 μm σε μήκος, 1 μm πλάτος στη βάση. Βιότοπος: Εμφανίζεται σε όξινα εδάφη, που συνδέονται με Cistus monspeliensis, Cistus creticus και Cistus ladanifer από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο. Γνωστό μόνο από την Ελλάδα και την Ισπανία.
Πηγή: Two new Terfezia species from Southern Europe. Juan-Julian Bordallo, Antonio Rodriguez, Vasileios Kaounas, Francisco Camello, Mario Honrubia & Asuncion Morte. Phytotaxa 230 (3): 239–249.