Το μάλλον συνηθισμένο, φαγώσιμο Craterellus cornucopioides (L.) Pers. (CH16, BK2/487, C1/243, JM403, Jο82, Cο109, P191, G381, Bο306, Bu161, Δ348, J71, K5-349, manitari.gr, FI1463) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, κατά ομάδες από συμφυή, συναθροιζόμενα καρποσώματα, στο έδαφος, ανάμεσα σε φυλλάδα, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς, φουντουκιάς) ή κωνοφόρων (ερυθρελάτης, πεύκου) και παράγει μέτρια έως μεγάλα, χωνιόμορφα, διάτρητα βασιδιώματα (ύψος 6-10 (20) εκ. και διάμ. 2-5 (8) εκ.), με κυρτή, κυματιστή περίμετρο, ελαφρώς γραμμωτή και αυλακωτή ακτινωτά, θαμπή, μαύρη, καστανομαυριδερή ή κυανόμαυρη (φρέσκο, σε υγρό περιβάλλον) ή γκριζοκαφετιά (όταν ξεραίνεται) επάνω -άγονη- επιφάνεια, παχνώδη, σταχτιά, γκριζομαυριδερή ή γκριζοκαφετιά, σχεδόν λεία υμενοφόρα επιφάνεια ή –μερικές φορές- με αμυδρές πτυχές και αυλακώσεις που αναστομώνονται, διάτρητο, γκριζωπό πόδι, λεπτή (1-2 χιλ.) μεμβρανώδη, κατά μήκος ινώδη σάρκα, αρωματική φρουτώδη μυρωδιά, ήπια γεύση στα φρέσκα βασιδιώματα, δυσάρεστη στην ωριμότητα και πλατιά ελλειπτικά-αβγόμορφα, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((10) 12-15 (17) x (7,5) 9-11 μm, FI: 10-15 x 7,5-9 μm), μερικές φορές με σταγόνες. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη (αδημοσίευτο αρχείο)
Καταγραφή και εκτός Ελλάδας - Fungi recorded and out of Greece