Το Octaviania asterosperma Vittad. (MS506, ΒΤ185, Ν2/318, C7/2886, J500, funghiitaliani.it, mycologia net, ambmuggia.it, hongoshipogeos, manitari.gr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο υπογείως ή ημιυπογείως σε δάση πλατυφύλλων (κυρίως δρυός και οξιάς) και έχει βολβώδες, κανονικό ή ακανόνιστο, υποσφαιρικό ή ελλειπτικό, συνήθως πιεσμένο και λοβωτό με λίγα και μικρά μυκηλιακά κορδόνια ανακατεμένα με χώμα στη βάση, αρχικά λευκωπό και αφού ξεθαφτεί καφεκοκκινωπό ή γαλαζοπράσινο και τελικά μαυριδερό βασιδίωμα (0,5-3 (4,5) εκ. διάμ.) με απλό και λείο ή ραγαδιασμένο πηρίδιο (0,3-0,4 (0,5) χιλ. όταν είναι φρέσκο) που σε τομή φαίνεται λευκωπό ή με πορτοκαλιές ή κυανές κηλίδες, μαλακό, ελαστικό και σαρκώδη, χυμώδη, λευκό ή κιτρινωπό αρχικά, γκριζωπό με γαλαζοπράσινους τόνους, με λιλά απόχρωση αν κοπεί, αργότερα ρόδινο, ωχρό, καφεπορτοκαλή ή καφετή και τελικά καφεμαυριδερό ή μαυριδερό θρόμβο με μακρόστενους θαλάμους (1-2 χιλ.), νερουλό, χυμό, ευχάριστη φρουτώδη μυρωδιά και εμφανή συνήθως άγονη βάση και σφαιρικά, παχύτοιχα βασιδιοσπόρια ((8) 10-14 (16) μm χωρίς τις ακίδες, ΒΤ: 10-12,5 x 9,5-11,5 μm, hongoshipogeos: (9) 10 - 13 μm) με 12 κατά μέσο όρο τραχιές-κωνικές ακίδες (1,5-3 (4) x (1,2) 2-3 μm). Πηγή. Υπόγειοι βασιδιομύκητες, αδημοσίευτο αρχείο Γιώργου Κωνσταντινίδη