Tο Stereum sanguinolentum (Alb. & Schwein.) Fr. (= Stereum balsameum Peck, Stereum balsameum f. balsameum Peck, Stereum balsameum f. reflexum Peck, Stereum rigens (P. Karst.) Sacc., Stereum sanguinolentum f. alpinum Pilát, Stereum sanguinolentum f. sanguinolentum (Alb. & Schwein.) Fr., Stereum sanguinolentum subsp. rigens P. Karst., Stereum sanguinolentum subsp. sanguinolentum (Alb. & Schwein.) Fr.) (BK2/203, C4/1578, Jο119, J205, Cortic641) καρποφορεί όλο τον χρόνο, σε έμφλοιο ή άφλοιο νεκρό ξύλο κωνοφόρων και παράγει λεπτά, μονοετή, στρωματοειδή βασιδιώματα σε σχηματισμούς πάχους 0,2 έως 0,6 χιλ. και έκτασης αρκετών τετραγωνικών εκατοστών που μερικές φορές απολήγουν στα ώριμα βασιδιώματα σε μικρά γεισώματα που απέχουν 0,5-1,5 εκ. από το υπόστρωμα, με ελαφρώς χνουδωτή, κυματιστή, με κιτρινοκοκκινωπούς, ωχροκαφετιούς, γκριζοκαφετιούς ή καφεκοκκινωπούς τόνους επάνω, άγονη επιφάνεια, λεία, φυματώδη και ρυτιδωμένη, θαμπή, ωχρογκριζωπή υμενοφόρα επιφάνεια με ρόδινους ή βιολετιούς τόνους και πιο ανοιχτόχρωμη, σχεδόν λευκωπή περίμετρο, κοκκινίζει έντονα στα φρέσκα βασιδιώματα, αν πληγωθεί, δερματώδες και ελαστικό (όταν είναι φρέσκο) ή σκληρό (όταν ξεραίνεται) τράμα και ελλειπτικά, κυλινδρικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((6,5) 8-9 (10) x (2) 2,5-3,5 (4) μm, Cortic: 8-10 x (2) 2,5-3,5 μm), 2 τύπων κυστίδια: α) παχύτοιχα με λεπτότοιχη αμβλεία ή οξεία κορυφή (Cortic: >100 x 3-6 μm) και β) ελαφρώς προεξέχοντα ακανθοκυστίδια (Cortic: 30-40 x 3-5 μm) με ραμαριόμορφη-κοραλλόμορφη κορυφή και διμιτικό σύστημα υφών με λεπτότοιχες έως ελαφρώς παχύτοιχες, απλές, διαφραγματικές γενετικές υφές (2-5 μm διάμ.) χωρίς κρίκους και παχύτοιχες, υαλώδεις ή καφετιές σκελετικές υφές (3-6 μm διάμ.). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: αδημοσίευτο αρχείο