Το συνηθισμένο Ciboria rufofusca (Ο. Weberb.) Sacc. (BK1/147, Ν1-169, Κ3-959, pbworks.com, ΑΙ-34, Camille Mertens, mycodb.fr, ΒΒΒ) καρποφορεί από τον Απρίλιο έως τον Μάιο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σε υγρά λέπια από -πεσμένους στο έδαφος- κώνους ελάτης και παράγει πολύ μικρά, αρχικά κυστοειδή, αργότερα έμμισχα, κυπελλόμορφα καΙ τελικά έμμισχα, σχεδόν επίπεδα ασκώματα (διάμ. 0,3-1 (1,5) εκ.), με κοντό ή μακρύ, υποκυλινδρικό ή κωνικό, καφετί πόδι (ύψος 0,3-0,7 (2) εκ.) με πιο βαθύχρωμη βάση, λείο, ωχροκαφετί, κιτρινοκαφετί, γκριζοκαφετί, κοκκινοκαφετί ή καφετί υμένιο, ομοιόχρωμη εξωτερική επιφάνεια με λεπτότατο στρώμα λευκωπής πάχνης που φαίνεται εντονότερα σε πρώιμο στάδιο, εύθραυστη, κηρώδη σάρκα, ελλειπτικά, αβγόμορφα, λεία, υαλώδη ασκοσπόρια ((4) 5-6 (7,5) x (2) 2,5-3 (3,5) μm, K(7922): 5-7 (7,5) x 2,2-3,2 μm), μερικές φορές με 2 μικρές σταγόνες, 8-σπορους, μονόσειρους, κυλινδρικούς ασκους ((55) 75-80 (110) x 4,7-6 μm, K(7922): 55-77 x 4,7-5,4 μm) και κοντύτερες, τριχοειδείς, αδιαφραγματικές παραφύσεις. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη