Μορφολογία
Μανιταρογνωσία / Βιολογία-Μορφολογία

Μορφολογία
Μορφολογία, Αναπαραγωγή, Ο ρόλος των μυκήτων στο περιβάλλον, Βιότοποι-Ξενιστές-Υποστρώματα, Συνθήκες καρποφορίας

Πηγή: Γιώργος Κωνσταντινίδης: Μανιτάρια, φωτογραφικός οδηγός μανιταροσυλλέκτη

Μορφολογία

Στους βασιδιομύκητες συγκαταλέγονται τα περισσότερα γνωστά είδη μανιταριών, όπως τα τυπικά ελασματοφόρα μανιτάρια με σχήμα ομπρέλας, οι σωληνοφόροι βωλίτες και πολύποροι, οι χωνιόμορφοι κανθαρίσκοι, τα ακανθοφόρα ύδνα, κοραλλόμορφα, γαστ(ε)ρόμορφα, επίγεια και υπόγεια με μορφή σφαίρας, βολβού ή πατάτας, αστερόμορφα, ροπαλόμορφα, μερικά κυπελλόμορφα, μανιτάρια με μορφή κεράτου, βελόνας, λεπτού στρώματος, ή ζελατινώδους μάζας κ.ά.

Στους ασκομύκητες ανήκουν υπόγεια βολβώδη, σφαιρικά, υποσφαιρικά ή πατατόμορφα μανιτάρια (ανάμεσά τους και οι τρούφες), κυπελλόμορφα, δισκόμορφα, κερατόμορφα, μερικά στρωματοειδή, μανιτάρια με πτυχωτή, κυψελόμορφη ή σελόμορφη κεφαλή κ.ά.

Το καπέλο (ή πίλος) και το πόδι (ή στύπος) αποτελούν τα δύο βασικά τμήματα των περισσότερων Βασιδιομυκήτων. Η κάτω, υμενοφόρα επιφάνεια του καπέλου μπορεί να φέρει ελάσματα σε ακτινωτή διάταξη (π.χ. τα είδη του γένους Amanita-Αμανίτης), σωλήνες που καταλήγουν σε πόρους (π.χ. τα είδη του γένους Bοletus-Βωλίτης), ή αγκαθωτές προεξοχές (π.χ. τα είδη του γένους Hydnum-Ύδνο). Η επιφάνεια των ελασμάτων, το εσωτερικό των σωλήνων και η επιφάνεια των αγκαθωτών προεξοχών καλύπτονται από το υμένιο, που φέρει τα βασίδια και, συνήθως, τα κυστίδια. Τα βασίδια παράγουν συνήθως 4 ή σπανιότερα 1, 2 ή 3 σπόρια, ενώ τα κυστίδια είναι στείρα.

Τα καρποσώματα της τάξης Agaricales-Αγαρικά στο αρχικό τους στάδιο καλύπτονται από μια μυκηλιακή μεμβράνη που ονομάζεται καθολικός πέπλος. Όταν το καρπόσωμα αναπτύσσεται σταδιακά, ο πέπλος σχίζεται, οπότε εξαφανίζεται χωρίς ίχνη ή αφήνει απομεινάρια στη βάση του ποδιού ή (και) στην επιφάνεια του καπέλου.

Σε ορισμένα είδη μανιταριών που ανήκουν στα γένη Amanita, Vοlνariella, Phallus, Mutinus, Clathrus, Colus, Pseudocolus, Lysurus, Queletia, Torrendia, Montagnea, Battarraea, Chlamydopus κ.ά. το κατώτερο τμήμα του υπολείμματος του καθολικού πέπλου σχηματίζει στη βάση του ποδιού έναν μεμβρανώδη σάκο (κολεό, θήκη ή βόλβα). Υπολείμματα του ανώτερου τμήματος του καθολικού πέπλου εμφανίζονται με τη μορφή νιφάδων ή λεπιών στην επιφάνεια του καπέλου. Ένας άλλος πέπλος, ο εσωτερικός ή μερικός, καλύπτει την υμενοφόρα επιφάνεια, ενώνοντας το ανώτερο τμήμα του ποδιού με την περίμετρο του καπέλου. Κατά την ωριμότητα ο μεμβρανώδης αυτός πέπλος αποκόπτεται από την περίμετρο του καπέλου, σχηματίζοντας το δακτυλίδι του ποδιού.

Στα είδη του γένους Cοrtinarius-Κορτινάριος ο εσωτερικός πέπλος έχει τη μορφή ινών αραχνοΰφαντου ιστού, που ονομάζεται κουρτίνα. Αυτή εξαφανίζεται σύντομα, αφήνοντας συνήθως υπολείμματά της στο ανώτερο τμήμα του ποδιού.

Αναπαραγωγή




Με την επινόηση του μικροσκοπίου το 1675, ο Ιταλός φυσιοδίφης P. A. Micheli (1679-1737), ανακάλυψε ότι και τα μανιτάρια αναπαράγονται με σπόρια. Οι μύκητες των οποίων τα σπόρια παράγονται επάνω σε μικροσκοπικές ροπαλόμορφες βάσεις (βασίδια) ονομάζονται Βασιδιομύκητες και εκείνοι των οποίων τα σπόρια παράγονται μέσα σε υποσφαιρικούς, αβγόμορφους ή μακρόστενους σάκους (ασκούς) Ασκομύκητες. Υπολογίζεται ότι σε ένα κυβικό μέτρο αέρα σε αυτό που αποκαλούμε καθαρό, φυσικό περιβάλλον περιέχονται πάνω από 10.000 σπόρια μυκήτων!

Τόσο οι Βασιδιομύκητες όσο και οι Ασκομύκητες αναπαράγονται με τα σπόριά τους, εγγενώς ή αγενώς. Τα μεγαλόσωμα μανιτάρια (μακρομύκητες) αναπαράγονται συνήθως με εγγενή και σπανιότερα με αγενή αναπαραγωγή.

Ο ρόλος των μυκήτων στο περιβάλλον

Οι τρόποι με τους οποίους οι μύκητες προσλαμβάνουν ενέργεια είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την οικονομία της φύσης. Ο ρόλος τους στην ισορροπία του κύκλου του άνθρακα και των ανόργανων αλάτων θεωρείται αναντικατάστατος. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται και η συμμετοχή τους στη διάσπαση της κυτταρίνης και της ξυλίνης. Εκκρίνοντας τα κατάλληλα ένζυμα, οι μύκητες διασπούν τις πολύπλοκες οργανικές ενώσεις των νεκρών φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων της φύσης σε απλά στοιχεία. Έτσι αποφεύγεται η συσσώρευση νεκρών υπολειμμάτων στο έδαφος, πράγμα που θα εμπόδιζε τη βλάστηση νέων φυτών, ενώ παράλληλα μετατρέπονται σε μορφές κατάλληλες να απορροφηθούν από τις ρίζες των φυτών. Υπολογίζεται ότι σε ένα δάσος φυλλοβόλων πέφτουν το φθινόπωρο 2.000.000 περίπου φύλλα σε κάθε στρέμμα. Αν δεν υπήρχαν οι μύκητες, τα βακτήρια και ορισμένα άλλα μικρόζωα να τα αποσυνθέσουν, το δάσος σύντομα θα εξαφανιζόταν μέσα σε σωρούς από σκουπίδια φύλλων. Την ίδια τύχη θα είχε συνολικά και ο πλανήτης μας, που θα μετατρέπονταν σε ένα απέραντο νεκροταφείο ζώων και φυτών. Στις μέρες μας οι μύκητες χρησιμοποιούνται και στη βιοαποδόμηση υπολειμμάτων παραπροϊόντων της γεωργίας. Οι μύκητες, μαζί με τα ετερότροφα βακτήρια, αποτελούν τους κύριους αποσυνθετικούς παράγοντες της βιόσφαιρας. Αναζητώντας τις λέξεις-κλειδιά, σύμφωνα με την προτροπή του Μανώλη Γλέζου, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε: Μύκητας, ο μέγας ανακυκλωτής στη φύση.

Ένας σημαντικός αριθμός Βασιδιομυκήτων δημιουργεί ένα είδος συμβίωσης με ρίζες δέντρων, τη λεγόμενη μυκητορριζική συμβίωση. Οι μυκηλιακές υφές αυτών των μανιταριών περιβάλλουν τα λεπτά ριζικά τριχίδια των δέντρων και απομυζούν από αυτά κυρίως υδατάνθρακες. Παράλληλα, αυτά τα δέντρα διευκολύνονται στην απορρόφηση αλάτων, αζωτούχων ουσιών, ιχνοστοιχείων και νερού από το έδαφος και εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή απέναντι στους παρασιτικούς μύκητες του εδάφους που προσβάλλουν τις ρίζες τους. Προσφάτως έγινε κατανοητός ο ρόλος των μανιταριών ενάντια στην όξινη βροχή, αφού αποδείχθηκε ότι τα μανιτάρια που σχηματίζουν μυκητόρριζες βοηθούν τα δέντρα στην πρόσληψη του αναγκαίου ασβεστίου από εδάφη που έχουν δεχθεί μεγάλες ποσότητες όξινης βροχής (επιστημονική επιθεώρηση «Nature»).

Πολυάριθμα είδη εντόμων εναποθέτουν τα αβγά τους στο καρπόσωμα των μυκήτων, όπου οι προνύμφες τους βρίσκουν άφθονη τροφή για τα πρώτα τους γεύματα. Μεγάλος αριθμός εντόμων και αραχνοειδών (π.χ. ακάρεα) τρέφονται αποκλειστικά με μακρομύκητες. Εξάλλου τα μανιτάρια αποτελούν τροφή για πολλούς άλλους οργανισμούς (μικροοργανισμούς, νηματώδεις σκώληκες, γυμνοσάλιαγκες, χελώνες, γίδοπρόβατα, αγριογούρουνα, λαγούς, ασβούς, ζαρκάδια, σκίουρους, ποντίκια, αγελάδες, άλογα, γουρούνια, αρκούδες) και βέβαια για τον άνθρωπο.

Βιότοποι-Ξενιστές-Υποστρώματα

Η εμφάνιση και η ανάπτυξη των μυκήτων εξαρτάται άμεσα από άλλους οργανισμούς, ζωντανούς ή νεκρούς, ή οργανική ύλη, που θα λειτουργήσουν ως ξενιστές ή ως υπόστρωμα. Οι μύκητες, μεγαλόσωμοι (μακρομύκητες) και μικροσκοπικοί (μικρομύκητες), ανώτεροι και κατώτεροι, μπορούν να αναπτυχθούν και να καρποφορήσουν σχεδόν παντού: πάνω από το έδαφος, κάτω από το έδαφος, σε σωρούς από άμμο, από κοπριά ή από πριονίδια, πάνω στην άσφαλτο, πάνω σε πέτρες, σε τσιμέντο ή σε ασβέστη, πάνω σε σάπια φυτικά υπολείμματα, πάνω σε κουκουνάρια, φουντούκια, βελανίδια, καρπούς οξιάς, πευκοβελόνες, σπόρους σταριού, βρώμης ή καλαμποκιού, σε ζωντανούς ή νεκρούς κορμούς δέντρων, σε πρέμνα ή ρίζες δέντρων, σε κλαδιά, καυσόξυλα, ξυλεία κατασκευών, σε έντομα, σε κέρατα, οπλές, τρίχες ή δέρματα ζώων, σε φτερά πουλιών, σε ψωμί, φρούτα, κρέατα, λαχανικά, μαρμελάδες, τυριά, βούτυρα, σε καύσιμα (πετρέλαιο, κηροζίνη, κρεόζωτο), σε προϊόντα της βιομηχανίας (χαρτιά, δέρματα, υφάσματα, λάστιχα, μπογιές, φωτογραφικά φιλμ) και βέβαια επάνω σε άλλα μανιτάρια! Τα συναντάμε σε όλων των ειδών τα δάση, σε θαμνότοπους, λιβάδια, βοσκοτόπια, αγροτικές καλλιέργειες, άκρες δρόμων, κήπους, θερμοκήπια, πάρκα, βάλτους, όχθες ποταμών και λιμνών, σε εκτάσεις που πρόσφατα έχουν καεί, σε εκτάσεις που πρόσφατα έχουν σκαφτεί ή και μέσα στις γλάστρες μας.

Η ποικιλότητα των μυκήτων σε κάθε περιοχή καθορίζεται από τη μορφολογία και τη γεωλογία του εδάφους. Οι υγρές, ανήλιες και απάνεμες δασωμένες πλαγιές, τα ρέματα και οι κοιλάδες, συνιστούν ιδανικούς βιότοπους. Εικάζεται ότι όσο πιο απάτητο και αδιατάραχτο είναι ένα περιβάλλον, τόσο περισσότερο ευνοείται η ανάπτυξη των μυκήτων. Ωστόσο παρατηρούμε ότι κάποιοι μύκητες αναπτύσσονται σε θέσεις που επηρεάζονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα (σκαμμένα εδάφη, μονοπάτια, σκουπιδότοποι, κήποι, θερμοκήπια, πάρκα καλλιέργειες κ.τ.λ.). Σε ότι αφορά στη σύσταση του εδάφους, οι περισσότεροι μύκητες συμπεριφέρονται αδιάφορα. Βέβαια ορισμένοι προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη ενώ κάποιοι άλλοι όξινα. Οι ανθρακόφιλοι μύκητες απαιτούν ως υπόστρωμα καμένη οργανική ύλη, ενώ οι κοπρόφιλοι αναπτύσσονται αποκλειστικά πάνω σε κοπριά φυτοφάγων κυρίως ζώων, όπου βρίσκουν άφθονες αζωτούχες ουσίες και κυτταρίνη.

Συνθήκες καρποφορίας

Το νερό που περιέχεται στο υπόστρωμα του ξενιστή του μύκητα, η σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας και η θερμοκρασία του περιβάλλοντος συνιστούν τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την καρποφορία των μυκήτων. Έχει παρατηρηθεί ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες, που σημειώνονται ιδιαίτερα στη διάρκεια της νύχτας, διακόπτουν την ανάπτυξη του μυκηλίου. Οι υψηλές θερμοκρασίες επιταχύνουν τη διαδικασία της εξάτμισης, με αποτέλεσμα τη μείωση της περιεκτικότητας του υποστρώματος σε νερό, εξέλιξη που επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή μυκηλίου. Θεωρητικά λοιπόν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη των περισσοτέρων μυκήτων είναι αυτές που συνδυάζουν υψηλές σχετικές υγρασίες σε υπόστρωμα και ατμόσφαιρα, με μικρές αποκλίσεις ανάμεσα στις μέγιστες και τις ελάχιστες θερμοκρασίες. Στην ηπειρωτική Ελλάδα τέτοιες κλιματικές συνθήκες παρατηρούνται κυρίως το φθινόπωρο, το Μάιο και το καλοκαίρι, ενώ στα νησιά και σε παραθαλάσσιες περιοχές από το Νοέμβριο έως το Φεβρουάριο. Ιδανικές συνθήκες για την καρποφορία των κορυφαίων φαγώσιμων μανιταριών προσφέρουν τα βροχερά καλοκαίρια.