Το συνηθισμένο Arcyria incarnata (Pers.) Pers. (JM40, Δ534, SS88, uοguelph, ΒΙ109, MdE89, Fa60) καρποφορεί σχεδόν ολόκληρο τον χρόνο, ιδιαίτερα όμως το χειμώνα και την άνοιξη, σε πεσμένους κλώνους, ιδιαίτερα δρυός, στα σηπόμενα άκρα μικρών κλώνων, σε υγρές ρωγμές και κατά μήκος των μεγαλύτερων κλώνων και παράγει πάρα πολύ μικρά, έμμισχα σποροκάρπια, που θυμίζουν μικρογραφία από το "μαλλί της γριάς", με αρχικά ρόδινα και αργότερα λαμπερά κόκκινα, κοκκινωπά ή ωχρά, μερικές φορές καφετιά στην ωριμότητα, πλατιά κυλινδρικά ή υποσφαιρικά, μετρίως εκπτυσσόμενα (-5 μm) σποριάγγεια (ύψους 1-2 χιλ. και διαμ. 0,5-0,8 χιλ.) με στρογγυλεμένη κορυφή, κοντό, λεπτό, ρόδινο, ροδοκόκκινο ή κοκκινοπορτοκαλί πόδι (0,1-0,6 μm), γεμιστό με σφαιρικά στοιχεία, δυσδιάκριτο, θαμπό κοκκινωπό υπόθαλλο, λεπτότατο, εύθραυστο, πρόσκαιρο, λευκωπό πηρίδιο, που αφήνει ρηχό, άδειο, εξωτερικά πτυχωτό και εσωτερικά τραχύ, πινακιόμορφο κάλυκα, πολύ ελαστικό, δικτυωτό, χαλαρά εφαπτόμενο στο κέντρο του κάλυκα και ευκόλως αποσπώμενο από αυτόν διάπλεγμα κόμης, που σταδιακά ξεδιπλώνεται, γίνεται ογκωδέστερο και εκφυλίζεται, με κιτρινωπά ή ρόδινα, διακλαδιζόμενα νήματα (x 3-6 μm, K (8008): x 3,5-6 μm), με εμφανείς οδοντώσεις, λοφία και δαχτυλίδια, υαλώδη ή κιτρινωπά, υποσφαιρικά, σποραδικώς φυματώδη σπόρια (6-8 μm, K (8008): 6-8 x 6-7,75 μm) με λίγες ομάδες μεγαλύτερων φυμάτων και ρόδινη ή ωχρορόδινη σποριόμαζα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)