Το μάλλον συνηθισμένο, τοξικό Inocybe geophylla var. lilacina (Peck) Gillet (= Inocybe geophylla var. violacea (Pat.) Sacc., Inocybe lilacina (Peck) Kauffman) (ΒΚ5/22, C2/528, JM863a, D655, Jο287, Cο1051 και 1052, P150, G264, Bο240, Δ252, Mο320, St44, Κ5-200) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, κατά ομάδες, στο έδαφος ή ανάμεσα σε γρασίδι, σε δάση πλατυφύλλων, κωνοφόρων ή σε μικτά δάση και παράγει μικρά βασιδιώματα με λείο, θαμπό, μεταξένιο, ελαφρώς λιπαρό, βιολετί καπέλο (διάμ. 1,5-2 (3) εκ.) μερικές φορές με καφετιούς-σκωριόχρωμους τόνους στο κέντρο, οξεία θηλή, βιολετιά, αργιλόχρωμα ή γκριζοκαφετιά, πλατιά, αρκετά πυκνά, μεροστυπικά ελάσματα με λευκωπές, ινώδεις ακμές, κυλινδρικό, ευθυτενές ή ελικοειδές, ελαφρώς ινώδες κατά μήκος, μεταξένιο, ανοιχτόχρωμο βιολετί πόδι (3-5,5 x 0,2-0,4 εκ.), με παχνώδη κορυφή, μερικές φορές με πλατύτερη βάση, λεπτή, λευκή σάρκα, δυσάρεστη οσμή χωματίλας, αλευριού ή σπέρματος, στυφή γεύση, ελλειπτικά-αμυγδαλόμορφα, λεία, παχύτοιχα βασιδιοσπόρια (7,5-10,2 x 5-6,5 μm), ωχροκαφετί σποριοαποτύπωμα, διογκωμένα έως λαγηνόμορφα, παχύτοιχα χειλοκυστίδια (35-65 x 15-20 μm), με κρυστάλλους στα άκρα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: αδημοσίευτο αρχείο