Το κοινό, φαγώσιμο, όσο ο θρόμβος παραμένει λευκός και συνεκτικός, Lycoperdon utriforme Bull. (=Calvatia utriformis (Bull.) Jaap, Handkea utriformis (Bull.) Kreisel) (FMI3-73, GA171, BK2/509, C1/334, M4/374, JM204, D1083, P247, G510, Bu197, Δ432, J466, PLS124, Κ3-835, Κ5-398) καρποφορεί από τα μέσα Απριλίου έως τον Οκτώβριο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σε ξερούς βοσκότοπους, ηλιόλουστα λιβάδια και ξέφωτα δασών, τόσο στα ορεινά όσο και σε κοιλάδες, συνήθως όμως σε υψόμετρο πάνω από 500 μ. και παράγει μεγάλα σφαιρικά ή αχλαδόμορφα βασιδιώματα (ύψος 5-14 (20) εκ. και διάμ. 5-18 (30) εκ.) με λευκές, πυραμιδωτές προεξοχές (5-10 χιλ. πλάτος και -5 χιλ. ύψος) εξωπηριδίου με πολυγωνική περίμετρο, πολύ εύθραυστο, γυαλιστερό, ανοιχτόχρωμο λαδοκαφετί ενδοπηρίδιο που σχίζεται στο ανώτερο τμήμα, κιτρινοκαφετή θρόμβο, ομοιόχρωμη, καλά αναπτυγμένη, κυπελλόμορφη, άγονη βάση με μυκηλιακές χορδές, και σφαιρικά, λεία (LΜ) ή φυματώδη (SEM), καφετιά βασιδιοσπόρια (3,5-5 (6) μm) με σταγόνες, χωρίς υπολείμματα σπασμένων στηριγμάτων και ανοιχτόχρωμες καφετιές υφές κόμης (3-10 (15) μm) χωρίς διαφράγματα, χωρίς πόρους, με οξύληκτα άκρα, μερικές φορές με άμορφο κρουστώδες υλικό (ΒΚ).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Γαστρομύκητες Επίγειοι (αδημοσίευτο αρχείο)