Το Leοcarpus fragilis (Dicks.) Rοstaf. (Κ4-121, C2/841, Ke34, L420, Δ542, SS130, uοguelph) καρποφορεί άνοιξη και φθινόπωρο, κοπαδιαστά, συνήθως κατά πυκνές δέσμες σποριαγγείων, σε νεκρή οργανική ύλη (βελόνες, φύλλα, φυτά), σε δάση (ιδιαίτερα κωνοφόρων), μερικές φορές και σε ζωντανά φυτά και παράγει λαμπερά κίτρινα πλασμώδια που αναδύονται από το έδαφος μετά τις πρώτες βροχές της άνοιξης ή του φθινοπώρου, πυκνές δέσμες σποριαγγείων που καλύπτουν αρκετή επιφάνεια νεκρής οργανικής ύλης ή ζωντανών φυτών (μοιάζουν με τσαμπιά από σταφύλια σε μικρογραφία), αβγόμορφα, μακρουλά ή υποσφαιρικά, λεία, γυαλιστερά, κιτρινωπά, μουσταρδί, ωχρά ή ωχροπορτοκαλιά σποριάγγεια (2-4 x 0,6-2 χιλ.) με εύθραυστο, τρίστρωμο πηρίδιο, κοντό (1-3 χιλ. ύψος), λεπτότατο (διάμετρος τρίχας) μίσχο και σφαιρικά ή υποσφαιρικά, με τραχιά φύματα σπόρια (12 15 (18) μm) -καστανομαυριδερά σε συγκέντρωση- και διάπλεγμα κόμης (καπιλίτιο) που συνίσταται α) από δίχτυ ανοιχτόχρωμων, λεπτών διακλαδιζόμενων τριχών και β) από δίχτυ πλατιών κίτρινων σωλήνων με εκπτύξεις. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)