Το σπάνιο, μη εδώδιμο Calocera glοssοides (Pers.) Sacc. (C7/2900, Jο368, Cο56, P263, J415, Κ3-784) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, συνήθως κοπαδιαστά, στρωματοειδώς, σε νεκρό άφλοιο ξύλο πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς και σφενταμιού) και παράγει μικρά, όρθια, ευθυτενή ή κυρτά, κλαβαριοειδή, συνεκτικά, ελαστικά, ζελατινώδη, λεία ή ελαφρώς ρυτιδωμένα κατά μήκος, γυαλιστερά, αρχικά ημιδιαφανή και αργότερα κιτρινωπά, κίτρινα (φρέσκα) ή κιτρινοκαφετιά-χρυσοκαφετια (ξερά), λογχοειδή ή γλωσσοειδή βασιδιώματα (0,2-1 εκ. ύψος) με οξύληκτη κεφαλή, λεπτότερο πόδι (4 x 1 χιλ.), ελλειπτικά, λεία, ελαφρώς κυρτά, υαλώδη, λεπτότοιχα βασιδιοσπόρια (12-14 (17) x 3-4,5 (5) μm) με 1-3 εγκάρσια διαφράγματα στην ωριμότητα και υαλώδεις, λεπτότοιχες, άκρικες υφές (x 2-2,5 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Corticiaceae - Δερματοειδή και Ζελατινώδη (αδημοσίευτο αρχείο)