Το ασυνήθιστο, εδώδιμο Hericium erinaceus (Bull.) Pers. (PC245, CH56, C3/1160, M4/336, JM237, Jο91, Cο75, P245, D1040, G400, Bο312, Δ406, J119, ΕΕ103, Κ5-341, manitari.gr, rrich.com,mykoweb.com) καρποφορεί κυρίως από το Νοέμβριο έως το Δεκέμβριο, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες, σε ζωντανούς ή πρόσφατα κομμένους κορμούς (δρυός, ακακίας Κωνσταντινουπόλεως και σπανιότερα οξιάς), μερικές φορές σε ύψος μέχρι και 20 μ. από το έδαφος κα παράγει μεγάλα, ακανόνιστα σφαιρικά ή αβγόμορφα βασιδιώματα (διάμ. 6 18 (30) εκ. και ύψος 6-18 (25) εκ.) που ακουμπούν απευθείας στο υπόστρωμα ή με στενόμακρο μίσχο όταν αναδύονται μέσα από κουφάλες, με πυκνές, μακριές (2-6 εκ. μήκος) αγκαθόμορφες προεξοχές, που είναι αρχικά μαλακές και λευκωπές, κρεμ ή φιλντισένιες αργότερα, ξανθοκίτρινες ή ωχρωπές, σκληρές και εύθραυστες στην ωριμότητα και του δίνουν όψη σώματος αρνιού κυλινδρικό, οξύληκτο στη βάση, σκληρό και άκαμπτο, λευκωπό, κρεμ, ξανθοκίτρινο ή καφεκίτρινο στην ωριμότητα πόδι, (2 6 (8) x 1,5 3 εκ.), λευκή, μαλακή, συμπαγή και συνεκτική σάρκα, ευχάριστη, αρωματική μυρωδιά (όταν είναι φρέσκο), ήπια γεύση και πλατιά ελλειπτικά, υποσφαιρικά, σχεδόν λεία ή αμυδρώς κοκκώδη, υαλώδη βασιδιοσπόρια (5 6,5 x 4 5,5 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Cantharelloid-Hydnoid- Clavarioid – Κανθαροειδή-Υδνοειδή-Κλαβαριοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)