Το Agaricus silvaticus Schaeff. (=Agaricus haemorrhoidarius Schulzer, Agaricus sylvaticus var. pallens Pilát, Agaricus sylvaticus var. pallidus (F.H. Møller) F.H. Møller) (G/Ag126, BK4/192, BΚ4/193 (ως Agaricus sylvaticus var. pallidus (Møller) Møller) C3/885, M2/112, JM1327, D484, Jο226, Cο739, Cο735 (ως Agaricus sylνaticus var. pallens) Pilát P160, Bο276, Δ98, Ma35, H186, Mο233, FAN5/38, Ca17, Κ5-84,RM LIII/1-69, ambbresadola.it) καρποφορεί καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνα, συνήθως κατά ομάδες, κυρίως σε δάση κωνοφόρων και κυρίως σε πευκοδάση, σπανίως σε δάση πλατυφύλλων, στο έδαφος ή ανάμεσα σε βελόνες και παράγει μεγάλα βασιδιώματα με ποικιλόχρωμα, βαθύχρωμα καφετιά ή κοκκινοκαφετιά -σπανίως ωχροκίτρινα- λέπια στο λεπτόσαρκο (έως 7 χιλ. πάχος) καπέλο (διάμ. 5-8 (10) εκ.) που κοκκινίζει αμέσως στο άγγιγμα, βολβώδες πόδι ((5) 7- 10 (12) x 1-2 εκ.) που κοκκινίζει στο άγγιγμα, απλό ή δίστρωμο (Agaricus haemorrhoidarius) αλλά επίμονο δαχτυλίδι, μερικές φορές με καφετιά περίμετρο (Agaricus haemorrhoidarius) σάρκα που «ματώνει» εντόνως αν κοπεί, ευχάριστη μυρωδιά, σχετικά μικρά (<6 μm) ελλειπτικά βασιδιοσπόρια (4,5-6 x 3-3,5 (4) μm) και πλατιά ροπαλόμορφα χειλοκυστίδια. RS-. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)