Το συνηθισμένο Xeromphalina cauticinalis (With.) Kühner & Maire (=Xeromphalina cauticinalis var. subfellea Bon, Xeromphalina fellea Maire & Malençon) (Cο618 & JM1144b, Μο193, FN241 και ως Xeromphalina fellea: BK3/447, C4/1487, JM1144b, D387, Cο620, G154, Mο193, Κ3-295) καρποφορεί κατά ομάδες, καλοκαίρι και φθινόπωρο στο έδαφος, σε χούμο, ανάμεσα σε βελόνες, βρύα και γρασίδι σε δάση κωνοφόρων και παράγει μικρά βασιδιώματα με επίπεδο-κυρτό, ομφαλοειδές έως χωνιόμορφο, μονόχρωμο ή δίχρωμο, καφεπορτοκαλί, ωχροκίτρινο ή κιτρινοκαφετί, καπέλο (0,5-2 (3) εκ. διάμ) με κιτρινωπή περίμετρο, σκληρά μαυριδερά ριζόμορφα ή κίτρινο χνούδι στη βάση του ποδιού, αραιά ή μέτριας πυκνότητας (18-22), ολοστυπικά ή κατερχόμενα-τοξωτά και μερικές φορές εντόνως αναστομούμενα, κίτρινα, ωχροκίτρινα ή κιτρινοκαφετιά ελάσματα με λείες ακμές, κυλινδρικό ή κωνικό, θαμπό ή γυαλιστερό, βαθύχρωμο, κοκκινοκαφετί ή καφεμαυριδερό πόδι (2-5 x 0,1-0,2 εκ.) συνήθως με πλατύτερη, ωχροκαφετιά κορυφή και ελάχιστο κιτρινωπό ή κιτρινοκαφετί χνούδι στην πιο βαθύχρωμη βάση, έντονη μυρωδιά, ήπια, πικρή ή ερεθιστική γεύση και ελλειπτικά ή κυλινδρικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((4) 5-7 (8) x (2) 3-3,5 (4) μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)