Το μάλλον ασυνήθιστο, μη εδώδιμο Gymnopilus junonius (Fr.) P.D. Orton (=Gymnopilus spectabilis var. junonius (Fr.) Kühner & Romagn., Gymnopilus spectabilis sensu A.H. Smith) (FN858, ΒΚ5/144, C3/919 & 7/2669, JM1357, D699, Jο279, Cο1207, P144, G271, Bο244, Mο344, K3-455, manitari.gr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, κατά ομάδες από συμφυή συνήθως βασιδιώματα, σε πεσμένους κορμούς και πρέμνα πλατυφύλλων και σπανιότερα -σ.μ.β.- κωνοφόρων και παράγει μεγάλα, ρωμαλέα, σαρκώδη, συμφυή βασιδιώματα με αρχικά κυρτό, πιο επίπεδο αργότερα, ελαφρώς γλοιώδες και γυαλιστερό σε υγρό καιρό, ξερό σε περιόδους ξηρασίας, ινώδες ή λεπιδωτό, λαμπερό χρυσοκίτρινο, κίτρινο, ωχροκίτρινο, κιτρινοπορτοκαλί ή καφεπορτοκαλί καπέλο (διάμ. 5-12 (20) εκ.), κυρτή αρχικά, αδιαφανή περίμετρο, πυκνά, λεπτά, κίτρινα αρχικά, βαθύχρωμα καφετιά ή σκωριόχρωμα τελικά, εφαπτόμενα ή ελαφρώς κατερχόμενα στο πόδι με δοντάκι ελάσματα, ρωμαλέο, ποικιλόμορφο, σχεδόν κυλινδρικό πόδι (5-15 (25) x 1-2,5 (4) εκ.), ομοιόχρωμο με το καπέλο, πιο ανοιχτόχρωμο, μεταξένιο και ινώδες πάνω από το δαχτυλίδι, γραμμωτό κατά μήκος, ινώδες και λεπιδωτό στο υπόλοιπο τμήμα, με ριζώδη και διογκωμένη συνήθως βάση, ευκρινές, μεμβρανώδες, κίτρινο αρχικά, καφετί ή σκωριόχρωμο και κουρελιασμένο αργότερα δακτυλίδι, παχιά, συνεκτική, αχυρόχρωμη σάρκα, με αδύνατη, ευχάριστη μυρωδιά ξύλου, πικρή γεύση, αμυγδαλόμορφα ή λεμονόμορφα, μετρίως ή εντόνως στικτά, ωχροκίτρινα βασιδιοσπόρια ((7,5) 8-10,5 (11) x 4,8-6,5 (7) μm, Κ-9075: 8,1-10,5 (12,5) x 5,1-6 (6,25) μm), σκωριόχρωμο σποριοαποτύπωμα, λαγηνόμορφα, ατρακτόμορφα, φλασκόμορφα, ροπαλόμορφα, χειλοκυστίδια, τα περισσότερα με υποκεφαλοφόρο έως κεφαλοφόρο άκρο και παρόμοια πλευροκυστίδια. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)